Το Τμήμα Μηχανικών Ορυκτών Πόρων ιδρύθηκε με τον Νόμο 4610/2019 (ΦΕΚ 70/Α/07.05.2019) και ανήκει στην Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας με έδρα την Κοζάνη. Λειτουργεί στο campus του Πανεπιστημίου στην περιοχή Κοίλων, όπου βρίσκονται οι ακαδημαϊκές του δομές, όπως αίθουσες διδασκαλίας, εργαστηριακές υποδομές, γραμματεία, κεντρική βιβλιοθήκη, και οι δομές φοιτητικής μέριμνας, όπως το φοιτητικό εστιατόριο, εστίες, γυμναστήριο. Απέχει από το κέντρο της Κοζάνης περίπου 3 km ενώ υπάρχει τακτική συγκοινωνία με τα αστικά λεωφορεία.
Το Διδακτικό και Ερευνητικό Προσωπικό (μέλη ΔΕΠ) του Τμήματος παρουσιάζει πλούσιο ερευνητικό και διδακτικό έργο, με προϋπηρεσία σε Πανεπιστήμια και Ινστιτούτα του εξωτερικού (ΗΠΑ και Ευρώπη) και προσφέρει στους φοιτητές και στις φοιτήτριες του Τμήματός μας εκπαίδευση υψηλού επιπέδου. Η ερευνητική δραστηριότητα που συντελείται στο Τμήμα είναι καινοτόμου και υψηλού επιπέδου σε θέματα σχετικά με τις Ορυκτές Πρώτες Ύλες (ΟΠΥ) ενεργειακές και μη ενεργειακές, έρευνα, εντοπισμός και εκμετάλλευση, αλλά και στα γνωστικά αντικείμενα της μεταλλευτικής, γεωτεχνικής και περιβαλλοντικής μηχανικής.
Εδώ οι φοιτητές και φοιτήτριές μας, με τη συμβολή των διδασκόντων τους, μαθαίνουν ότι οι ορυκτές πρώτες ύλες, δηλαδή τα µεταλλεύµατα, τα βιοµηχανικά ορυκτά, το πετρέλαιο, οι γαιάνθρακες, το φυσικό αέριο, καθώς και οι πηγές γεωθερµικής ενέργειας, μέσω των γεωθερμικών πεδίων, αποτελούν την υλική υποδοµή του σύγχρονου πολιτισµού και µία από τις κύριες πηγές της οικονοµικής ανάπτυξης. Θα διαπιστώσουν επίσης ότι η αξιοποίηση των ορυκτών πρώτων υλών έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα, καθώς χρησιμοποιεί εγχώριους πόρους και ταυτόχρονα παρουσιάζει έντονη εξωστρέφεια. Επιπλέον, η εξόρυξη παρέχει τις ορυκτές πρώτες ύλες που διευκολύνουν την ανάπτυξη άλλων σημαντικών παραγωγικών δραστηριοτήτων στη χώρα, όπως η ηλεκτροπαραγωγή, η βασική μεταλλουργία, η παραγωγή τσιμέντου και οι κατασκευές, συμβάλλοντας επομένως και με αυτό τον τρόπο στην ενδυνάμωση της ελληνικής οικονομίας.
Η συμβολή της αξιοποίησης των ορυκτών πρώτων υλών στην οικονομία γενικά υπερβαίνει τον στενό ορισμό της εξόρυξης και αποτυπώνεται με μεγαλύτερη ευκρίνεια σε επίπεδο εξορυκτικής βιομηχανίας, στο οποίο λαμβάνεται υπόψη η καθετοποίηση των δραστηριοτήτων εξόρυξης και μεταποίησης.
Η εγχώρια εξορυκτική βιομηχανία της χώρας μας παρουσιάζει έντονη εξωστρέφεια, η οποία δεν περιορίζεται στο υψηλό ποσοστό της παραγωγής με προορισμό τις διεθνείς αγορές. Η διεθνοποίηση του κλάδου της εξορυκτικής βιομηχανίας αναδεικνύεται και μέσω της ένταξης εγχώριων επιχειρήσεων σε πολυεθνικούς ομίλους, αλλά και με τη δημιουργία κοινών επιχειρήσεων (joint ventures), με πολλά σημεία εξόρυξης στο εξωτερικό και με δίκτυα εξαγωγών σε πολλούς προορισμούς.
Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ), σημαντικό μέρος του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων της εξορυκτικής βιομηχανίας προέρχεται από πωλήσεις στις διεθνείς αγορές. Η αξία των εξαγωγών πλησίασε το 1,1 δισεκ. € το 2013, ξεπερνώντας το 50% των συνολικών πωλήσεων του κλάδου, με ενδείξεις για αύξηση το 2014 κατά περίπου 8%. Η εξωστρέφεια είναι ιδιαίτερα αυξημένη σε προϊόντα όπως τα μάρμαρα, τα βιομηχανικά ορυκτά και τα μέταλλα, όπου η αξία των εξαγωγών ξεπερνά διαχρονικά το 70% της αξίας των πωλήσεων.
Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη τις ευρωπαϊκές και εθνικές πολιτικές για τις ορυκτές πρώτες ύλες, η ανάγκη για απρόσκοπτη πρόσβαση σε πρώτες ύλες προϋποθέτει την ύπαρξη και την εφαρμογή μιας ενιαίας, ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής πολιτικής. Σε αυτό το πλαίσιο, οι θεσμοί της ΕΕ έχουν θεσπίσει επιμέρους στρατηγικές που στοχεύουν στην απρόσκοπτη πρόσβαση σε πρώτες ύλες διεθνώς, στην αποδοτικότερη διαχείριση των υφιστάμενων κοιτασμάτων, στον περιορισμό του περιβαλλοντικού αποτυπώματος της βιομηχανίας, καθώς και στην καλλιέργεια της εμπιστοσύνης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων.
Το πρόγραμμα σπουδών του τμήματος είναι πενταετές και οργανώνεται σε 10 ακαδημαϊκά εξάμηνα. Στο όγδοο και ένατο εξάμηνο εισάγονται τρεις κατευθύνσεις στο Πρόγραμμα Σπουδών, τα γνωστικά αντικείμενα των οποίων αποτελούν εν πολλοίς τα πεδία εφαρμογής της έρευνας των μελών ΔΕΠ του Τμήματος και περιγράφονται ενδεικτικά παρακάτω:
α. Μεταλλευτική και Γεωτεχνική Μηχανική: Αναφέρεται στις μεθόδους εξόρυξης, αντιστήριξης επιφανειακών και υπόγειων έργων, στα συστήματα φόρτωσης και μεταφοράς, στον αερισμό υπόγειων έργων, στην ανάλυση αστοχιών, στα φράγματα ταμιευτήρων, στην εκμετάλλευση και επεξεργασία λατομικών υλικών και μαρμάρων, στην πληροφορική στα μεταλλευτικά έργα, στις μεταλλικές κατασκευές στα μεταλλευτικά και βιομηχανικά έργα, στα πληροφοριακά συστήματα διαχείρισης μεταλλευτικών έργων.
β. Ενεργειακοί Πόροι: Περιλαμβάνει τη μηχανική ταμιευτήρων υδρογονανθράκων, την τεχνολογία εκμετάλλευσης γαιανθράκων, τις μεθόδους εντοπισμού γαιανθράκων και υδρογονανθράκων, τη μηχανική πετρελαίου και φυσικού αερίου, την οικονομοτεχνική ανάλυση αξιοποίησης ενεργειακών πόρων, τα γεωθερμικά πεδία, τις ΑΠΕ.
γ. Γεωπεριβαλλοντική Μηχανική: Στοχεύει στη διαχείριση αερίων, υγρών και στερεών αποβλήτων σε μεταλλευτικούς και λατομικούς χώρους, αλλά και στον περιβαλλοντικό έλεγχο γενικότερα, την αποκατάσταση περιβάλλοντος στις εκμεταλλεύσεις ορυκτών πόρων, την εκπόνηση περιβαλλοντικών μελετών, μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων και στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης, στα καταστροφικά φαινόμενα και στη διαχείριση ποιότητας – πιστοποίηση.
Με το πέρας των σπουδών τους οι απόφοιτοι του τμήματος αποκτούν τον τίτλο του Διπλωματούχου Μηχανικού Ορυκτών Πόρων, με επαγγελματικά δικαιώματα που ρυθμίζονται από το άρθρο 14, του Π.Δ. 99/ΦΕΚ.187 τ.Α/5.11.2018